περίβλημα

περίβλημα
περί-βλημα, ατος, τό,
A garment, Arist.Pr.870a27, LXXNu.31.20, Democr.Eph.1 ; as name of a particular garment, PCair.Zen.92.2 (iii B.C.); = Lat. palla, Gloss.; τὰ ἐν Διονύσου π. actors' robes, Max.Tyr.7.10;

π. σαρκῶν Ph.1.281

; of a membrane, Gal.UP7.3.
II = περίβολος 11.2, Ph.2.148; enceinte, fortification, Pl.Plt. 288b.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περίβλημα — garment neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίβλημα — το, ΝΑ [περιβάλλω] νεοελλ. 1. οτιδήποτε περιβάλλει, περικαλύπτει σκεπάζει, ολοκληρωτικά γύρω γύρω κάτι άλλο, περικάλυμμα, επένδυμα (α. «περίβλημα από μέταλλο» β. «περίβλημα από δέρμα») 2. τεχνολ. κάλυμμα που έχει ως προορισμό τη θερμική προστασία …   Dictionary of Greek

  • περίβλημα — το 1. καθετί που περιβάλλει κάτι άλλο: Το περίβλημα των σπόρων είναι προστατευτικό μέσο. 2. επένδυση: Το περίβλημα των καλωδίων είναι από μονωτική ουσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζελατινώδες περίβλημα — Στρώμα αποτελούμενο από γλυκοπρωτεΐνες και θειούχους πολυσακχαρίτες, που περιβάλλει το ωάριο πολλών οργανισμών. Χρησιμεύει για την προσέλκυση και την ενεργοποίηση των σπερματοζωαρίων. Συγκεκριμένα, μία γλυκοπρωτεΐνη του ζ.π. συνδέεται με το… …   Dictionary of Greek

  • περιβλημάτων — περίβλημα garment neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβλήμασι — περίβλημα garment neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβλήμασιν — περίβλημα garment neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβλήματα — περίβλημα garment neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβλήματι — περίβλημα garment neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβλήματος — περίβλημα garment neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”